Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) η κρεμάστρα

  • 1 κρεμάστρα

    [крэмастра] ουσ. Θ.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρεμάστρα

  • 2 вешалка

    вешалк||а
    ж
    1. (помещение) ἡ γκαρνταρόμπα, τό βεστιάριο[ν]·
    2. (мебель) ἡ κρεμάστρα, τό κρεμαστάρι/ ὁ καλόγερος (стоячая, круглая):
    повесить шляпу на \вешалкау κρεμῶ τό καπέλλο στήν κρεμάστρα·
    3. (плечики) τό κρεμαστάρι·
    4. (на платье) ἡ κρεμάστρα.

    Русско-новогреческий словарь > вешалка

  • 3 вешалка

    вешалка ж 1) (помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο' сдать пальто на \вешалкау δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα 2) (для одежды, шляп ) η κρεμάστρα у меня оторвалась \вешалка μου ξυλώθηκε το κρε μαστάρι
    * * *
    ж
    1) ( помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο

    сдать пальто́ на ве́шалку — δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα

    2) (для одежды, шляп) η κρεμάστρα

    у меня́ оторвала́сь ве́шалка — μου ξυλώθηκε το κρεμαστάρι

    Русско-греческий словарь > вешалка

  • 4 вешалка

    θ.
    1. κρεμάστρα, -τάρι, -τήρι. || γκαρνταρόμπα, βεστιάριο.
    2. η θηλειά εξάρτησης ενδύματος, κρεμάστρα.

    Большой русско-греческий словарь > вешалка

  • 5 вешалка

    η κρεμάστρα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вешалка

  • 6 вешалка

    [βιέσαλκα] ουσ. θ. κρεμάστρα

    Русско-греческий новый словарь > вешалка

  • 7 вешалка

    [βιέσαλκα] ουσ θ κρεμάστρα

    Русско-эллинский словарь > вешалка

  • 8 обвес

    α.
    κλέψιμο στο ζύγισμα, ξίκικο ζύγισμα.
    α.
    κρεμάστρα, -τήρι• κουρτίνα.

    Большой русско-греческий словарь > обвес

  • 9 подвеска

    θ.
    1. κρέμασμα, ανάρτηση.
    2. κρεμάστρα, κρεμαστάρι, κρεμαστήρας.
    3. στολίδι κρεμαστό. || σκουλαρήκι.

    Большой русско-греческий словарь > подвеска

  • 10 распялка

    θ.
    κρεμάστρα (για τεντωμένα δέρματα κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > распялка

  • 11 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

См. также в других словарях:

  • κρεμάστρα — κρεμάστρᾱ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem nom/voc/acc dual κρεμάστρᾱ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάστρα — η (AM κρεμάστρα) νεοελλ. έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων μσν. 1. κρεμάλα 2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού αρχ. 1. κρεμάθρα* 2. ο μίσχος απ όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάστρα — η κρεμαστάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμάστρας — κρεμάστρᾱς , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem acc pl κρεμάστρᾱς , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάστραι — κρεμάστρᾱͅ , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάστραν — κρεμάστρᾱν , κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστρῶν — κρεμάστρα stalk by which a flower hangs fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • αδραχτερή — η [αδράχτι] κρεμάστρα ή καλάθι, όπου τοποθετούνται τα αδράχτια …   Dictionary of Greek

  • αναρτήρας — ( ήρ, ήρος), ο αντικείμενο στο οποίο μπορεί κανείς να εξαρτήσει, νά κρεμάσει κάτι, κρεμαστήρι, κρεμάστρα, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»